-
1 εξεμεω
1) изрыгать, отрыгать(ἁλμυρόν ὕδωρ Hom.; λίθον Hes.; τὰς κόγχας Arst.; χολήν Plut.)
ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Plat. — благодаря рвоте освободиться от болезни2) иметь рвоту Arph. -
2 επιπλεω
ион. ἐπιπλώω (fut. ἐπιπλεύσομαι, эп. 2 л. sing. aor. 2 ἐπέπλως, part. aor. ἐπιπλώς и ἐπιπλώσας)1) (по чему-л., на чем-л., вдоль чего-л. или по направлению к чему-л.) плытьἐ. πόντον или ἁλμυρὸν ὕδωρ Hom. — плыть по морю;
ἐ. νήσῳ τινι Thuc., Plut.; — отплыть на какой-л. остров;ἐ. ἐπὴ τῶν νεῶν Her. — плыть на кораблях2) (тж. νηυσὴ ἐ. Her.) совершать морской поход, нападать с моря(τινι Her., Plut.; ἐπί τινα Xen.; μεγάλῳ στόλῳ Plut.)
3) (вслед за чем-л.) отплывать(ἐπὴ παντὴ τῷ στόλῳ Polyb.)
4) (по чему-л.) плавать, держаться на поверхности(ἐπὴ τοῦ ὕδατος Her., Arst. или ἐπὴ τῷ ὕδατι Arst.; ἐπὴ τῆς θαλάττης Arst.)
-
3 αφεψω
ион. ἀπέψω1) варить, кипятить(ὕδωρ ἀπεψημένον Her.; οἶνος ἀφεψημένος Plut.; τὸ ἁλμυρόν Arst.)
2) очищать кипячением, т.е. переплавлять(χρυσός ἄπεφθος Her. и ἀφεψηθείς Polyb.; перен. τινά Arph.)
См. также в других словарях:
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Λακεδαίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Λακωνικής, γιος του Δία και της νύμφης Ταϋγέτης. Παντρεύτηκε τη Σπάρτη, κόρη του Ευρώτα, από την οποία απέκτησε τον Αμύκλα, την Ευρυδίκη και ίσως την Ασίνη, τον Ίμερο και την Κλεοδίκη. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο… … Dictionary of Greek
λακεδάμα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσι οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῑκοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. Λακεδαίμων] … Dictionary of Greek